γλαρώνω

γλαρώνω
1. γαληνεύω, ηρεμώ
2. έχω τάση για ύπνο, νυστάζω
3. αποκοιμιέμαι, βυθίζομαι στον ύπνο
4. (μτβ.) κοιτάζω με τρυφερότητα, γλυκοκοιτάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ιλαρώνω < μτγν. ιλαρώ «χαροποιώ, φαιδρύνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλαρώνω — γλαρώνω, γλάρωσα, γλαρωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γλαρώνω — γλάρωσα, γλαρωμένος, νυστάζω, με πιάνει υπνηλία: Γλαρώσανε τα μάτια μου από την κούραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαρώνω — γλαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαρώνω*] …   Dictionary of Greek

  • γλάρωμα — το [γλαρώνω] 1. τάση για ύπνο, νύστα 2. πληθ. τα γλαρώματα τα σκέρτσα, τα λιγώματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”